-
1 государственный
государственный κρατικός \государственный строй το κρατικό σύστημα \государственныйая граница τα κρατικά σύνορα \государственный язык η επίσημη γλώσσα του κράτους* * *госуда́рственный строй — το κρατικό σύστημα
госуда́рственная грани́ца — τα κρατικά σύνορα
госуда́рственный язы́к — η επίσημη γλώσσα του κράτους
-
2 государственный
κρατικός, του κράτους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > государственный
-
3 государственный
επ.κρατικός•государственный строй το κρατικό σύστημα•
государственный аппарат ο κρατικός μηχανισμός•
государственный герб το κρατικό έμβλημα•
-ая граница κρατικά σύνορα•
государственный язык η επίσημη γλώσσα του κράτους•
государственный преступник εγκληματίας κατά του κράτους•
-ая таина κρατικό μυστικό•
-бюджет κρατικός προύπολογισμός•
-ые учреждения κρατικά ιδρύματα•
государственный человек ή деятель κρατικός παράγοντας•
государственный заем κρατικό δάνειο (λαμβανόμενο)•
государственный ум κρατικός νους, πολιτικός άντρας.
|| δημόσιος•-ые служащие δημόσιοι υπάλληλοι.
εκφρ.- ое право – κρατικό δίκαιο•- ые экзамены – πτυχιακές εξετάσεις. -
4 государственный
государственн||ыйприл κρατικός, δημόσιος:\государственныйый строй τό κρατικό σύστημα, τό πολίτευμα· \государственныйые границы τά κρατικά σύνορα· \государственныйый банк ἡ κρατική τράπεζα· \государственныйый язык ἡ ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους· \государственныйый флаг ἡ σημαία τοῦ κράτους· \государственныйый служащий ὁ δημόσιος ὑπάλληλος· \государственныйая измена ἡ ἐσχατη προδοσία· \государственныйый престу́пник ὁ ἐγκληματίας κατά τοῦ κράτους· \государственныйое право τό δημόσιο δίκαιο· \государственныйый деятель ὁ κρατικός παράγοντας· \государственныйый переворот τό πραξικόπημα· \государственныйый экзамен οἱ κρατικές ἐξετάσεις. -
5 флаг
η σημαίαспускать - υποστέλλω τη -, κατεβάζω τη -сигнальный - σημάτων/σηματοδότησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > флаг
-
6 язык
η γλώσσ/αдревнегреческий - αρχαία ελληνική -, τα αρχαία (ελληνικά)дневне-русский - αρχαία ρωσική -, τα αρχαία ρώσικαразговорный - καθομιλουμένη -, ομιλούμενη -Эзопов - литер. η (αλληγορική) - του ΑισώπουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > язык
-
7 герб
гербм τό Εμβλημα / τό οίκόσημο[ν] (фамильный):государственный \герб τό κρατικό ἐμβλημα, τό Εμβλημα τοῦ κράτους.